λυκανθρωπία

λυκανθρωπία
η
(ιατρ.), ψυχασθένεια κατά την οποία ο άρρωστος νομίζει ότι είναι λύκος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λυκανθρωπία — λυκανθρωπίᾱ , λυκανθρωπία were wolf fem nom/voc/acc dual λυκανθρωπίᾱ , λυκανθρωπία were wolf fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυκανθρωπίᾳ — λυκανθρωπίᾱͅ , λυκανθρωπία were wolf fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυκανθρωπία — η (Α λυκανθρωπία) [λυκάνθρωπος] ψυχική ασθένεια που συνοδεύεται από παραλήρημα, κατά το οποίο αυτός που πάσχει νομίζει ότι μεταβλήθηκε σε λύκο και μιμείται τη συμπεριφορά αυτού του ζώου νεοελλ. (λαογρ.) η κατά λαϊκή δοξασία μεταμόρφωση ανθρώπων… …   Dictionary of Greek

  • λυκανθρωπίας — λυκανθρωπίᾱς , λυκανθρωπία were wolf fem acc pl λυκανθρωπίᾱς , λυκανθρωπία were wolf fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυκανθρωπίαν — λυκανθρωπίᾱν , λυκανθρωπία were wolf fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • licantropía — (Del gr. lykos, lobo + anthropos , hombre.) ► sustantivo femenino 1 SIQUIATRÍA Perturbación mental en la que el enfermo se cree convertido en lobo e imita su comportamiento. 2 Conversión, según la tradición popular, de un hombre en lobo. * * *… …   Enciclopedia Universal

  • λυκάνθρωπος — ο, η (Α λυκάνθρωπος) 1. λύκος και άνθρωπος ταυτόχρονα 2. αυτός που πάσχει από λυκανθρωπία νεοελλ. 1. άνθρωπος άγριος και αιμοβόρος σαν λύκος 2. (λαογρ.) α) άνθρωπος που μεταμορφώθηκε σε λύκο β) άνθρωπος ο οποίος κατά τη βρεφική παιδική ηλικία… …   Dictionary of Greek

  • λυκάνθρωπος — ο 1. αυτός που πάσχει από λυκανθρωπία. 2. άνθρωπος αιμοβόρος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • licantropía — (Del gr. λυκανθρωπία). 1. f. En la creencia popular, transformación de un hombre en lobo. 2. Med. Trastorno mental en que el enfermo se cree transformado en lobo e imita su comportamiento. 3. Med. zoantropía …   Diccionario de la lengua española

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”